- κεραυνοφαές
- κεραυνοφαήςflashing like lightningmasc/fem voc sgκεραυνοφαήςflashing like lightningneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραυνοφαής — κεραυνοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + φαής (< φάος), πρβλ. νυκτι φαής, κεραυνο φαής] … Dictionary of Greek